- καταστέλλω
- (AM καταστέλλω)1. κάνω κάτι να περιοριστεί, συγκρατώ την ορμή κάποιου, δαμάζω, υποτάσσω, αναχαιτίζω, σταματώ, καταπνίγω2. κατευνάζω, καταπραΰνω, καθησυχάζωμσν.1. κυριεύω, υποτάσσω2. θάβω, ενταφιάζωαρχ.1. διευθετώ, τακτοποιώ, ευτρεπίζω, συγυρίζω2. κατεβάζω, χαμηλώνω3. στολίζω, ντύνω4. παθ. καταστέλλομαιεπαναφέρομαι στην τάξη5. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κατεσταλμένος, -η, -ονήπιος, άτολμος, σεμνός, συνεσταλμένος6. (κατά τον Ησύχ.) «καταστέλλειπερικαλύπτει».
Dictionary of Greek. 2013.